κουμκούμ
Pronunciations
קוּמקוּם | (κουμ-ΚΟΥΜ) | listen |
Ορισμοί
είδος κλειστού δοχείου, χύτρας
Παραδείγματα Προτάσεων
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
κουκουμάριον, το πήλινο ή γυάλινο δοχείο νερού
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Εναλλακτικές Ορθογραφίες
κουκούμι
Σημειώσεις
Η λέξη έχει πρακτική και καθημερινή χρήση.
βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.