αγκωνοβράχιελα

Pronunciations

אַנְקוֹנוֹבְּרַכֵילָּא (α-γκω-νο-ΒΡΑ-χι-ε-λα) listen

Ορισμοί

  • κόσμημα, βραχιόλι αγκώνα

Παραδείγματα Προτάσεων

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • αγκών + βραχιόλιον, βραχίων

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα, Αρμονία, 1990

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.