τριβολάτα
Pronunciations
טריבוֹלָטָא | (τρι-βο-ΛΑ-τα) | listen |
Ορισμοί
αντικείμενο με τρείς άκρες, κόσμημα με τρία κρεμαστά
Παραδείγματα Προτάσεων
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
- Ιταλικά
Ετυμολογία
τρίβολος, 1. εργαλείο με τρία καρφιά, 2. αλωνιστική μηχανή, 3. αγκαθωτό φυτό
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Νησιά του Αιγαίου
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Εναλλακτικές Ορθογραφίες
τριβουλάτος
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
βλ. Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.