σακούλ
Pronunciations
סקוּל | (σα-ΚΟΥΛ) | listen |
Ορισμοί
σάκος, μικρή τσάντα
Παραδείγματα Προτάσεων
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
αρχ. Σάκκος
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Εναλλακτικές Ορθογραφίες
σακ(κ)ούλιον
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
βλ. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.