τυλάριν

Pronunciations

טילָרין (τυ-ΛΑ-ριν) listen

Ορισμοί

  • στρώμα

Παραδείγματα Προτάσεων

  • επί τυλαρίου αναπαυόμενος

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • τυλάριον, δυλάριον

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Πελοπόννησος
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

      Εναλλακτικές Ορθογραφίες

      τηλάρι

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.