ωμό, -ά
Pronunciations
אוֹמַא | (ω-ΜΑ) | listen |
Ορισμοί
μη επεξεργασμένο, -α
Παραδείγματα Προτάσεων
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
ωμός, -ή, -όν, άψητος, λέγεται κυρίως για κρέας ή για ανώριμο φρούτο. Άλλες φορές χρησιμοποιείται για το γήρας, ωμόν γήρας, ανώριμο/πρόωρο γηρας
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Μακεδονία
- Θράκη
- Ήπειρος
- Ιόνια Νησιά
- Κεντρική Ελλάδα
- Θεσσαλία
- Πελοπόννησος
- Νησιά του Αιγαίου
- Κρήτη
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Εναλλακτικές Ορθογραφίες
ωμός
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
βλ. Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.