να τα γνάψω

Pronunciations

נַטַגְנַפּשוֹ (να-τα-ΓΝΑ-ψω) listen

Ορισμοί

  • να τα κατεργαστώ, δηλ. να εκτελέσω μια εργασία σε μια φυσική πρώτη ύλη, όπως το δέρμα

Παραδείγματα Προτάσεων

  • να τα γνάψω και ερημώσαντα από την εργασία

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • γνάπτω, γνάφω

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

      Εναλλακτικές Ορθογραφίες

      γνάφω, γνάπτω

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.