ερημώσαντα

Pronunciations

אֵירִימוֹשַדַּא (ε-ρη-ΜΩ-σαν-τα) listen

Ορισμοί

  • απομακρύνω κάτι, απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω, εγκαταλείπω, εκκενώνω

Παραδείγματα Προτάσεων

  • να τα γνάψω και ερημώσαντα από την εργασία

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • ερημόω, (έρημος)

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Μη-Εβραίοι: (λέξεις που έχουν διαδοθεί εκτός εβραϊκών κοινοτήτων)

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη; Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.