λειψοάσβεστα
Pronunciations
לִיפְּשוֹאַשְבִּשְׁטַא | (λει-ψο-ΑΣ-βε-στα) | listen |
Ορισμοί
που περιέχει λίγο ασβέστη, που έχει έλλειψη ασβέστη
Παραδείγματα Προτάσεων
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
λειψό + άσβεστα (ασβεστομένα)
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Νησιά του Αιγαίου
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.