κατάσβεστα

Pronunciations

קַטַשְבֵּשְטַא (κα-ΤΑ-σβε-στα)

Ορισμοί

  • που έχει υπερβολική ποσότητα ασβέστη

Παραδείγματα Προτάσεων

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • κατα + ασβέστης

    • Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.