μουρτάρι

Pronunciations

מוּרְטַרִי (μουρ-ΤΑ-ρι) listen

Ορισμοί

  • γουδί, δοχείο/σκεύος για την άλεση ή το τρίψιμο υλικών

  • μείγμα ασβέστη, άμμου και νερού

Παραδείγματα Προτάσεων

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ιταλικά

Ετυμολογία

  • ιταλ. mortaro

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Ήπειρος
      • Ιόνια Νησιά
      • Πελοπόννησος
      • Νησιά του Αιγαίου
      • Κρήτη

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

      Εναλλακτικές Ορθογραφίες

      μουρτάριν, μορτάρι

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.