ευθειάσει

Pronunciations

אֶפְתִיאַשִי (ευ-θει-Α-σει) listen

Ορισμοί

  • φτιάχνει, επανορθώνει, διορθώνει, τακτοποιεί, παρασκευάζει, κατασκευάζει

Παραδείγματα Προτάσεων

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • ευθειάζω, ευτειάζω, φθειάζω, φτειάζω

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.