μαρούλιν

Pronunciations

מָרוּלִין (μα-ΡΟΥ-λιν) listen

Ορισμοί

  • το καρπας, πράσινο λαχανικό (όπως το μαρούλι) το οποίο καταναλώνεται κατά τη διάρκεια της τελετής του Σέντερ (το πασχαλινό δείπνο), την περίοδο του εβραϊκού Πάσχα.

  • μαρούλι (λαχανικό)

Παραδείγματα Προτάσεων

  • και παίρνειν μαρούλιν

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • μαρούλι(ο)ν, το μαρούλιν

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Θρησκευόμενοι Εβραίοι: Θρησκευόμενοι Εβραίοι που έχουν λάβει εβραϊκή εκπαίδευση
      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

Σημειώσεις

  • Λέξη θρησκευτικής αλλά και καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.