πιτάρι
Pronunciations
פִּיטָרִי | (πιτ-ΤΑ-ρι) | listen |
Ορισμοί
άζυμο ψωμί, αζύμωτο
δοχείο ή ντουλάπι αποθήκευσης ψωμιού και τροφίμων
Παραδείγματα Προτάσεων
πήρε το πιττάρι και το έκοψε
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
- Ιταλικά
Ετυμολογία
πίττα ή πλακούς, επίπεδο ψωμί ή ζύμη
- Θρησκευόμενοι Εβραίοι: Θρησκευόμενοι Εβραίοι που έχουν λάβει εβραϊκή εκπαίδευση
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Νησιά του Αιγαίου
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Εναλλακτικές Ορθογραφίες
πιττάρι
Σημειώσεις
Λέξη θρησκευτικής και πρακτικής χρήσης.
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.