νίφτωνταν

Pronunciations

נִיפטודן (ΝΙ-φτω-νταν) listen

Ορισμοί

  • έπλεναν, καθάριζαν

Παραδείγματα Προτάσεων

  • νίφτωνταν τα χέρια τους

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • νίπτω, πλένω

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Θρησκευόμενοι Εβραίοι: Θρησκευόμενοι Εβραίοι που έχουν λάβει εβραϊκή εκπαίδευση
      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

      Εναλλακτικές Ορθογραφίες

      νίφτονταν

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη; Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.