χωρικίαν
Pronunciations
כוֹרִיכִּיאָן | (χω-ρι-κι-ΑΝ) | listen |
Ορισμοί
άγνοια
Παραδείγματα Προτάσεων
παρά την χωρικίαν ωσεν πρισότερον το φως παρά του σκότους
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
Χώρος, 1) μέρος γης, γη, τόπος, χώρα, 2) περιουσία, κτήμα
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Μακεδονία
- Θράκη
- Ήπειρος
- Ιόνια Νησιά
- Κεντρική Ελλάδα
- Θεσσαλία
- Πελοπόννησος
- Νησιά του Αιγαίου
- Κρήτη
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.