πορευγόμενος

Pronunciations

פּוֹרֵבּגמֵינוֹשׂ (πο-ρευ-ΓΟ-με-νος) listen

Ορισμοί

  • αυτός που πηγαίνει, που βαδίζει

Παραδείγματα Προτάσεων

  • ο σοφός οφθαλμοί αυτού εν κεφαλήν αυτού και ο χωρικός εις το σκότος πορευγόμενος

Γλώσσες Προέλευσης

  • Ελληνικά

Ετυμολογία

  • πόρος, μετ. του πορεύομαι/ πορεύω

    • Ποιοι τη Χρησιμοποιούν

      • Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
      • Μη-Εβραίοι: (λέξεις που έχουν διαδοθεί εκτός εβραϊκών κοινοτήτων)

      Περιοχές

      • Other (please describe in Notes section)
      • Νησιά του Αιγαίου

      Λεξικά

      • Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996

Σημειώσεις

  • Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.

    βλ. Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013

Επεξεργασία     Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.