χειμαζόμενος
Pronunciations
כִימַזוֹמֵנוֹשׁ | (χει-μα-ΖΟ-με-νος) | listen |
Ορισμοί
ταλαιπωρούμενος
κλυδωνιζόμενος
περνώντας τον χειμώνα
(λέγεται για στρατεύματα)
Παραδείγματα Προτάσεων
ως εγώ χειμαζόμενος απουκάτω του ηλίου
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
χείμα, χειμωνιάτικός καιρός
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Μακεδονία
- Θράκη
- Ήπειρος
- Ιόνια Νησιά
- Κεντρική Ελλάδα
- Θεσσαλία
- Πελοπόννησος
- Νησιά του Αιγαίου
- Κρήτη
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
βλ. Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.