μερτικόν
Pronunciations
מֶרְטִיקוֹן | (μερ-τι-ΚΟΝ) | listen |
Ορισμοί
μερίδα, μερίδιο, κληρονομικό μερίδιο
μεταφ. προκ. για τον περιούσιο λαό του Θεού: μερτικό του Κύριου ο λαός του (Πεντ. Δευτ. XXXII 9)
ορισμένο ποσό
τμήμα (από ενιαίο σύνολο), κομμάτι
- Δείτε Περισσότερα
Παραδείγματα Προτάσεων
μερτικόν αυτού γαρ
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
μερτικόν, μερίτης
- Θρησκευόμενοι Εβραίοι: Θρησκευόμενοι Εβραίοι που έχουν λάβει εβραϊκή εκπαίδευση
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Νησιά του Αιγαίου
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής, πρακτικής, αλλά και θρησκευτικής χρήσης.
βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη; Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα, Αρμονία, 1990
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.