γνώση
Pronunciations
גְנוֹשִׁי | (ΓΝΩ-ση) | listen |
Ορισμοί
το να γνωρίζει κάπ.
ανώτερη, βαθύτερη γνώση· σοφία
πνευματική ικανότητα, «μυαλό»
φρόνηση, σύνεση
γνώμη: πολλοί ανθρώποι, πολλές γνώσες
- Δείτε Περισσότερα
Παραδείγματα Προτάσεων
κόπος αυτού υπό σοφίας και έν γνώσιν και εν ευθειότηταν
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
γνώσις
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Μακεδονία
- Θράκη
- Ήπειρος
- Ιόνια Νησιά
- Κεντρική Ελλάδα
- Θεσσαλία
- Πελοπόννησος
- Νησιά του Αιγαίου
- Κρήτη
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
βλ. Ε. Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη; Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013; Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα, Αρμονία, 1990
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.