επίτροπος
Pronunciations
אֶפִּיטרוֹפּוֹס | (ε-ΠΙ-τρο-πος) | listen |
Ορισμοί
αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί ένα καθήκον
θεματοφύλακας
διοικητής, διαχειριστής
φρουρός, προστάτης, κηδεμόνας
- Δείτε Περισσότερα
Παραδείγματα Προτάσεων
Ο Εφραίμ ο επίτροπος
Γλώσσες Προέλευσης
- Ελληνικά
Ετυμολογία
επίτροπος, επιτρέπω
- Εβραίοι: Εβραίοι με διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο και συμμετοχή
- Other (please describe in Notes section)
- Μακεδονία
- Θράκη
- Ήπειρος
- Ιόνια Νησιά
- Κεντρική Ελλάδα
- Θεσσαλία
- Πελοπόννησος
- Νησιά του Αιγαίου
- Κρήτη
- Nicholas de Lange, Greek Jewish Texts from the Cairo Genizah, J. C. B. Mohr, Tubingen, 1996
Ποιοι τη Χρησιμοποιούν
Περιοχές
Λεξικά
Σημειώσεις
Λέξη καθημερινής και πρακτικής χρήσης.
βλ. Liddell & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, Πελεκάνος, 2013; Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα, Αρμονία, 1990
Επεξεργασία Λείπει κάτι από αυτή την καταχώρηση; Είναι ανακριβής; Μη διστάσετε να υποδείξετε μια τροποποίηση.